Το Παιδί με το Πατίνι To Paidi Me To Patini by Pavlos Pavlidis Lyrics
Χτυπάνε γύρω συναγερμοί
Κι όμως είναι άδειοι οι δρόμοι
Στη μεγάλη λεωφόρο
Μια οθόνη υπενθυμίζει
Ότι θα έπρεπε να βρίσκομαι στο σπίτι
Είναι Δευτέρα ή μήπως Τρίτη;
Κοιτάζω εκείνο το παιδί με το πατίνι
Που ανεβαίνει την ανηφόρα
Και ζωγραφίζει με το χέρι μια γραμμή από ομίχλη
Κλείνει τα μάτια ύστερα αφήνει στο πεζοδρόμιο το μαύρο κουτί
Που μέσα του δουλεύει η πιο αρχαία μηχανή
Δίπλα στα ελάχιστα αυτοκίνητα
Που περιμένουνε στο κόκκινο ακίνητα
Κοιτάζω το παιδί με το πατίνι
Ένα φως πορτοκαλί αναβοσβήνει
Είναι άδειοι όλοι οι δρόμοι
Στη μεγάλη λεωφόρο
Μια οθόνη υπενθυμίζει
Ότι θα έπρεπε να βρίσκομαι στο σπίτι
Ή μήπως Τρίτη;
Το παιδί με το πατίνι
Κατεβαίνει τον ίδιο δρόμο
Δεν κοιμήθηκε ποτέ
Ξέρει ότι δεν κοιμάμαι
Δε θυμάμαι σε ποια στροφή με κοίταξε
Και μ’ έκανε να σκέφτομαι από τότε
Ότι αυτά είναι τα λόγια που δεν έχω πει ακόμα
Και γι’ αυτό το ακολουθώ
Και γι’ αυτό
Γυρίζω ακόμα μες στις πόλεις
Και κοιτάζω παγωμένος στο κενό
Κανονικά αυτή την ώρα
Θα έπρεπε να είμαι σ’ ένα όμορφο λιβάδι
Να θερίζω κάτι καρπούς
Ή να καπνίζω σε μια όμορφη βεράντα
Με αυτούς που ξεκινούν
Κάθε μέρα τη ζωή τους
Που η υπέροχη σιωπή
Είναι η πολύτιμη αμοιβή
Για όλο το θόρυβο που αντέξαν
Όταν ράγιζε η ψυχή τους
Νάτο
Που επιστρέφει
Και όπως τρέχει
Σβήνονται απ’ τους τοίχους τα συνθήματα
Και εμφανίζονται στη θέση τους ποιήματα
Γίνονται διάφανα τα κτίρια
Και εμφανίζονται τα σκουριασμένα ελατήρια
Της πιο αρχαίας και μυστήριας μηχανής
Που προσπαθεί αιώνες τώρα πια θαμμένη
Μέσα στο μαύρο κουτί της λογικής
Να στέλνει σήμα να επιμένει
Πως μόνο η αγάπη την κρατάει ζωντανή
Και αναμμένη
Το παιδί με το πατίνι σταματάει
Στέκεται μπροστά μου με κοιτάει
Το ρωτάω αν κατευθύνομαι σωστά
Για την πλατεία ελευθερίας
Και μου απαντάει
Εκεί στο τέλος της ευθείας
Όταν δε θα ξέρεις τι ακριβώς πρέπει να κάνεις
Μην κοιτάζεις πίσω
Άνοιξ’ τα φτερά σου πέτα σαν πουλί
Και πέρνα μέσα απ’ τη φωτιά
Κι όμως είναι άδειοι οι δρόμοι
Στη μεγάλη λεωφόρο
Μια οθόνη υπενθυμίζει
Ότι θα έπρεπε να βρίσκομαι στο σπίτι
Είναι Δευτέρα ή μήπως Τρίτη;
Κοιτάζω εκείνο το παιδί με το πατίνι
Που ανεβαίνει την ανηφόρα
Και ζωγραφίζει με το χέρι μια γραμμή από ομίχλη
Κλείνει τα μάτια ύστερα αφήνει στο πεζοδρόμιο το μαύρο κουτί
Που μέσα του δουλεύει η πιο αρχαία μηχανή
Δίπλα στα ελάχιστα αυτοκίνητα
Που περιμένουνε στο κόκκινο ακίνητα
Κοιτάζω το παιδί με το πατίνι
Ένα φως πορτοκαλί αναβοσβήνει
Είναι άδειοι όλοι οι δρόμοι
Στη μεγάλη λεωφόρο
Μια οθόνη υπενθυμίζει
Ότι θα έπρεπε να βρίσκομαι στο σπίτι
Ή μήπως Τρίτη;
Το παιδί με το πατίνι
Κατεβαίνει τον ίδιο δρόμο
Δεν κοιμήθηκε ποτέ
Ξέρει ότι δεν κοιμάμαι
Δε θυμάμαι σε ποια στροφή με κοίταξε
Και μ’ έκανε να σκέφτομαι από τότε
Ότι αυτά είναι τα λόγια που δεν έχω πει ακόμα
Και γι’ αυτό το ακολουθώ
Και γι’ αυτό
Γυρίζω ακόμα μες στις πόλεις
Και κοιτάζω παγωμένος στο κενό
Κανονικά αυτή την ώρα
Θα έπρεπε να είμαι σ’ ένα όμορφο λιβάδι
Να θερίζω κάτι καρπούς
Ή να καπνίζω σε μια όμορφη βεράντα
Με αυτούς που ξεκινούν
Κάθε μέρα τη ζωή τους
Που η υπέροχη σιωπή
Είναι η πολύτιμη αμοιβή
Για όλο το θόρυβο που αντέξαν
Όταν ράγιζε η ψυχή τους
Νάτο
Που επιστρέφει
Και όπως τρέχει
Σβήνονται απ’ τους τοίχους τα συνθήματα
Και εμφανίζονται στη θέση τους ποιήματα
Γίνονται διάφανα τα κτίρια
Και εμφανίζονται τα σκουριασμένα ελατήρια
Της πιο αρχαίας και μυστήριας μηχανής
Που προσπαθεί αιώνες τώρα πια θαμμένη
Μέσα στο μαύρο κουτί της λογικής
Να στέλνει σήμα να επιμένει
Πως μόνο η αγάπη την κρατάει ζωντανή
Και αναμμένη
Το παιδί με το πατίνι σταματάει
Στέκεται μπροστά μου με κοιτάει
Το ρωτάω αν κατευθύνομαι σωστά
Για την πλατεία ελευθερίας
Και μου απαντάει
Εκεί στο τέλος της ευθείας
Όταν δε θα ξέρεις τι ακριβώς πρέπει να κάνεις
Μην κοιτάζεις πίσω
Άνοιξ’ τα φτερά σου πέτα σαν πουλί
Και πέρνα μέσα απ’ τη φωτιά